χάψιμο

χάψιμο
το, Ν
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χάφτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χαψ- τού αορ. έ-χαψ-α τού χάφτω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. γράψ-ιμο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ανάκαψις — ἀνάκαψις ( εως), η (Α) [ἀνακάπτω] κατάποση, καταβρόχθισμα, χάψιμο …   Dictionary of Greek

  • κάψις — (I) κάψις, ἡ (Α) καταβρόχθιση, χάψιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κάψ (κάψ ω, μέλλ. τού κάπτω «καταπίνω, καταβροχθίζω») + κατάλ. ις (πρβλ. βάψ ις, ράψ ις)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”