Dictionary of Greek. 2013.
ανάκαψις — ἀνάκαψις ( εως), η (Α) [ἀνακάπτω] κατάποση, καταβρόχθισμα, χάψιμο … Dictionary of Greek
κάψις — (I) κάψις, ἡ (Α) καταβρόχθιση, χάψιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κάψ (κάψ ω, μέλλ. τού κάπτω «καταπίνω, καταβροχθίζω») + κατάλ. ις (πρβλ. βάψ ις, ράψ ις)] … Dictionary of Greek